- ἀλητοειδής
- ἀλητοειδής, ές,A like meal, meal coloured, Hp.Coac.590.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλητοειδής — ἀλητοειδής, ὲς (Α) ο όμοιος με αλεύρι, ή αυτός που έχει το χρώμα τού αλευριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλητον + ειδὴς < εἶδος] … Dictionary of Greek
ἀλητοειδές — ἀλητοειδής like meal masc/fem voc sg ἀλητοειδής like meal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)